Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

MIA ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΣΩΖΕΙ ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ


Η ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΕΣΣΑΛΑ
ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΑΪΔΑΡΙ
ΤΟΝ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ ΤΟ 1943
Και ο σύζυγός της, ο Γερμανός γλύπτης Άρνο Μπρέκερ, τον Πάμπλο Πικάσο

Η Δήμητρα-Μιμίνα Μπρέκερ, το γένος Μεσσαλά από τη Ζάκυνθο


Του Δημοσθένη Κούκουνα

Γόνος της γνωστής ζακυνθινής οικογένειας η Δήμητρα ή Μιμίνα Μεσσαλά βρισκόταν στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στο Βερολίνο και ήταν σύζυγος του περίφημου Γερμανού γλύπτη Άρνο Μπρέκερ. Επρόκειτο για μια ιδιαίτερη προσωπικότητα που ήταν πολύ συμπαθής στους καλλιτεχνικούς κύκλους της γερμανικής πρωτεύουσας, όπως και στην αυλή του Χίτλερ, καθώς το ζεύγος Μπρέκερ ήταν συχνά καλεσμένο στην ιδιωτική κατοικία του. Αντίστοιχα συμπαθής ήταν και στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, όπου γνώρισε τον Μπρέκερ αρκετά χρόνια πριν από τον πόλεμο, ώστε ανάμεσα στα οικεία φιλικά πρόσωπά της να συμπεριλαμβάνονται διεθνείς προσωπικότητες.
Ταυτόχρονα διατηρούσε τους δεσμούς της με την Αθήνα, όπου ζούσαν οι στενοί συγγενείς της και πολλοί φίλοι. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν ο ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου Μίχης Ιακωβίδης και η τότε γυναίκα του Λιλή Πατρικίου-Ιακωβίδη, γνωστή λογοτέχνης τότε. Οι οικογένειες Μεσσαλά και Πατρικίου είχαν μια ιδιαίτερη σχέση, καθώς στα χρόνια του Μεσοπολέμου συγκατοικούσαν, η δε Λιλή Πατρικίου-Ιακωβίδη ήταν παιδική φίλη με τη Μιμίνα. Στη δεδομένη στιγμή ο δεσμός αυτός απέβη σωτήριος για τον γνωστό συγγραφέα Ηλία Βενέζη, που τον είχαν συλλάβει οι Γερμανοί στα τέλη του 1943 και τον είχαν κλείσει στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Μόλις είχε λήξει η ιταλική κατοχή στην Ελλάδα και είχαν αποσυρθεί κακήν κακώς τα ιταλικά στρατεύματα με τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο. Στις 28 Οκτωβρίου 1943 συμπληρώνονταν τρία χρόνια από το «ΟΧΙ» και την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, οπότε η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος (διοικητής τότε ο Θεόδωρος Τουρκοβασίλης) πήρε την πρωτοβουλία να εορτασθεί η επέτειος αυτή και κλήθηκαν όλοι οι υπάλληλοι στη μεγάλη κεντρική αίθουσα όπου θα γινόταν ομιλία με πανηγυρικό εθνικό χαρακτήρα. Το πληροφορήθηκαν οι Γερμανοί και την ώρα της ομιλίας εισέβαλαν στην αίθουσα, διέλυσαν βιαίως τη συγκέντρωση των υπαλλήλων και συνέλαβαν πολλούς, μεταξύ των οποίων και τον Ηλία Βενέζη, ο οποίος εκτός από γνωστός συγγραφέας ήταν και υπάλληλος της τράπεζας.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου και ήταν εν δυνάμει μελλοθάνατοι, καθώς είναι γνωστό ότι από το στρατόπεδο αυτό οι Γερμανοί κατακτητές αντλούσαν ομήρους για αντίποινα. Τις επόμενες μέρες, που έγινε γνωστό το γεγονός, ιδίως που ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Ηλίας Βενέζης, κινητοποιήθηκαν διάφοροι φορείς για την απελευθέρωσή του, αλλά μάταια.
Τότε η οικογένεια Πατρικίου σκέφθηκε να απευθυνθεί στη Μιμίνα Μπρέκερ στο Βερολίνο για να μεσολαβήσει για τη σωτηρία του Βενέζη και των συγκρατουμένων του υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η παιδική της φίλη Λιλή Πατρικίου-Ιακωβίδη τής έγραψε ένα γράμμα και ο σύζυγός της Μίχης Ιακωβίδης (σημαντικός ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου και γιος του μεγάλου ζωγράφου μας Γεωργίου Ιακωβίδη) το προώθησε στο Βερολίνο. Η Ελληνίδα σύζυγος του Γερμανού γλύπτη ενήργησε και κατάφερε να δοθεί αμέσως άνωθεν διαταγή για την άμεση απελευθέρωση του Βενέζη και των άλλων τραπεζιτικών υπαλλήλων.
Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1943 ο Ηλίας Βενέζης ήταν ελεύθερος, οπότε στη συνέχεια έγραψε το «Μπλοκ C», που είναι από τα αριστουργήματά του. Όσο ζούσε δεν θέλησε ο ίδιος να ευχαριστήσει δημοσίως την Ελληνίδα από το Βερολίνο που μεσολάβησε τότε για την απελευθέρωση και διάσωσή του. Στις παραμονές του θανάτου του μόνον, όταν βρισκόταν στο Λονδίνο για θεραπεία, ενδιαφέρθηκε να μάθει λεπτομέρειες και έστειλε ένα γράμμα στη Λιλή Πατρικίου-Ιακωβίδη (που σημειωτέον τον είχε παντρέψει και είχε βαφτίσει τη μοναχοκόρη του), ζητώντας της να μάθει λεπτομέρειες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Μιμίνα Μπρέκερ, όσο καιρό κρατούσε ο πόλεμος και με δεδομένη την εύνοια που είχε προσωπικά ο Χίτλερ τόσο προς τον διάσημο σύζυγό της όσο και προς την ίδια, είχε ενεργήσει ευεργετικά υπέρ πολλών άλλων που καταδιώκονταν, μεταξύ αυτών και κάποιων άλλων Ελλήνων, ενώ μεταξύ άλλων είχε συστήσει ακόμα και ένα άτυπο ορφανοτροφείο μικρών παιδιών από το Βέλγιο που το συντηρούσε με δικούς της πόρους. Επίσης η ίδια και ο σύζυγός της είχαν διασώσει πολλούς επώνυμους (κυρίως καλλιτέχνες) από διάφορες κατεχόμενες χώρες, ανάμεσα στους οποίους Εβραίους ή κομμουνιστές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος με την προσωπική εγγύηση του Άρνο Μπρέκερ δεν συνελήφθη ποτέ από τους Γερμανούς.





Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

NEO ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ariston Books
ένα νέο βιβλίο για την εθνική επέτειο:

Τι - πώς - γιατί

(επιμέλεια Δημοσθένη Κούκουνα)



Ανθολόγηση κειμένων, αναμνήσεων και πηγών για την ιταλική επίθεση, καθώς και των κυριοτέρων ντοκουμέντων. Περιεχόμενα: Δημοσθένη Κούκουνα (28η Οκτωβρίου 1940: Η αλήθεια για τη μεγάλη συνωμοσία εναντίον της Ελλάδος – Απόπειρα γερμανοφίλων για την ανατροπή της δικτατορίας Μεταξά – Η αλληλογραφία Χίτλερ-Μουσολίνι και η συνάντησή τους στη Φλωρεντία), Γιώργου Α. Λεονταρίτη (Όσα δεν αναφέρονται για το Έπος του 1940), Σπύρου Μελά (Η μεγάλη ημέρα του «ΟΧΙ»), Βασιλείου Παπαδάκη (Οι παραμονές της 28ης Οκτωβρίου 1940), Αλέξη Κύρου (Εν όψει του πολέμου), Αλέξη Ελικιώτη (Η επιβολή της 4ης Αυγούστου ήταν προεργασία για την 28η Οκτωβρίου 1940), Αλέξανδρου Παπάγου (Ο Πόλεμος 1940-41), Εμμανουέλε Γκράτσι (Η αποστολή μου στις 28 Οκτωβρίου και τα επακόλουθα), Βίκτωρα Έρμπαχ-Σαίνμπεργκ (Η μυστική έκθεση του Γερμανού πρεσβευτή προς το Βερολίνο για την ιταλική επίθεση), Σπύρου Σέλληνα (Πώς ο Ιωάννης Μεταξάς δέχθηκε το τελεσίγραφο), Παναγιώτη Πιπινέλη (Ο βασιλεύς Γεώργιος Β΄ και ο πόλεμος 1940-41), Φρειδερίκης (Ο πόλεμος εναντίον του Άξονα), Πέτρου (Όταν άρχιζε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος), Γιώργου Θεοτοκά (Τετράδια ημερολογίου από τον πόλεμο 1940-41), Αλέξανδρου Σακελλαρίου (Η κρίσιμη στιγμή – ώρα 3.30 πρωινή), Γεωργίου Ράλλη (Αναμνήσεις ενός εφέδρου ανθυπιλάρχου), Λαιρντ Άρτσερ (Από το ημερολόγιο ενός Αμερικανού στην Αθήνα), Αθανασίου Σαράφη (Οι Έλληνες ηθοποιοί κατά την περίοδο του πολέμου), Ιωάννη Μεταξά (Σελίδες από το προσωπικό ημερολόγιό του), βασιλική αλληλογραφία Αθηνών-Λονδίνου, αρχεία του Φόρεϊν Όφις, επίσημα κείμενα, όλα τα πολεμικά ανακοινωθέντα κ.ά.

Σελίδες 412, σχήμα 14Χ20, τιμή 24 ευρώ

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

1944: ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ - Ο ΚΥΠΡΙΟΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1944

Οι Γερμανοί έφευγαν από την Αθήνα

και ταυτόχρονα έφτανε

ένας Κύπριος κατάσκοπός τους

με ειδική αποστολή

Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ «ΘΕΟΔΟΣΙΑ» - ΤΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΔΟΣΙΛΟΓΟΥ

Ο Κύπριος Χανς Γεωργιάδης που ήρθε στην Αθήνα όταν έφευγαν οι Γερμανοί.


Του Δημοσθένη Κούκουνα


Ακριβώς τις μέρες που τα γερμανικά στρατεύματα εγκατέλειπαν την Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 1944, έφτανε στην Αθήνα ένας Κύπριος μυστικός πράκτοράς τους με σημαντική ειδική αποστολή. Το περιστατικό είναι εντελώς άγνωστο, ουδέποτε έχει αναφερθεί βιβλιογραφικά κάπου, αλλά τα ντοκουμέντα που υπάρχουν είναι αδιαμφισβήτητα.
Το δίνω στη δημοσιότητα τώρα, διότι μόλις πρόσφατα το ανέσυρε η ιστορική έρευνα. Με αφορμή την έκδοση του ημερολογίου ενός παλαιού δοσιλόγου, που είναι πράγματι πολύ αποκαλυπτικό, συγκλονιστικό θα έλεγα, και που αυτή την εποχή το επιμελούμαι για να εκδοθεί, ξαναδιάβασα μία εγγραφή που θέλησα να την διασταυρώσω. Η αλήθεια είναι πως κουράστηκα πολύ να βρω την αντίστοιχη περίπτωση, αλλά νομίζω πως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
Σύμφωνα λοιπόν με τα απόρρητα βρετανικά αρχεία, που προ ολίγων μόλις ετών αποδεσμεύθηκαν, έφτασε μυστικά τις μέρες της Απελευθέρωσης ο Κύπριος αυτός (ονόματι Χανς Γεωργιάδης), εφοδιασμένος με ασύρματο, διάφορα άλλα είδη, καθώς και τεράστιο ποσόν σε αγγλικά και αμερικανικά χαρτονομίσματα, προκειμένου να εκτελέσει τις διαταγές που είχε. Το δρομολόγιό του άρχιζε από το Βερολίνο και προορισμός του ήταν μέσω Βιέννης και Θεσσαλονίκης η Αθήνα. Αν και η αποστολή του ήταν άμεσης προτεραιότητας και υπήρχε διαταγή να εξευρίσκονται αεροπορικά μέσα για τον προορισμό του, οι αντικειμενικές δυσκολίες ήταν τεράστιες και τελικά χρειάστηκε τέσσερις ημέρες για να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, που τελούσε ακόμη υπό τον έλεγχο των αποχωρούντων Γερμανών.
Είχε ειδοποιηθεί να τον περιμένει και να τον διευκολύνει για τα στοιχειώδη, χωρίς όμως να γνωρίζει ή να αναμιχθεί στην αποστολή του, ένας Γερμανός αρχαιολόγος που ζούσε από ετών στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ο Ερνστ Κίρστεν, που ως επιστρατευμένος έφεδρος αξιωματικός της αεροπορίας (αλλά και ως πρώην αξιωματικός των SA) υπηρετούσε στη γερμανική αντικατασκοπία και μάλιστα ως υποδιοικητής, ενώ μεταπολεμικά χρειάστηκε να εγκαταλείψει την αρχαιολογία, διέπρεψε όμως στην επιστήμη της ιστορικής γεωγραφίας στη Γερμανία. Η στάση του κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα τον αμαύρωσε επιστημονικά, ιδίως λόγω της συμπεριφοράς του ως επιτρόπου στο γερμανικό στρατοδικείο, που θεωρήθηκε "θηριώδης" καθώς με το παραμικρό πταίσμα ενός υποδούλου Έλληνα ζητούσε τη θανατική καταδίκη του! (βλ. "Καθημερινή" 13.2.1952). Ωστόσο, φεύγοντας ακαταδίωκτος από την Ελλάδα και επανερχόμενος στην πατρίδα του με το τέλος του πολέμου, αναδείχθηκε το 1946 υφηγητής του Πανεπιστημίου της Γοτύγγης.
Αυτή ήταν η μόνη επαφή που είχε εντολή να χρησιμοποιήσει ο Γεωργιάδης για να ρυθμίσει τα πρώτα διαδικαστικά. Το πρώτο βράδυ, επειδή ήταν και αργά, ο Κίρστεν (που γι’ αυτόν ήταν το τελευταίο του, καθώς θα έφευγε με τους τελευταίους Γερμανούς) τον μετέφερε με αυτοκίνητο στην Αθήνα και τον φιλοξένησε στο δωμάτιό του στο Ψυχικό. Τον καθοδήγησε όμως πώς να βρει ασφαλή στέγη για το επόμενο διάστημα και έσπευσε να εξαφανιστεί και αυτός.
Ο Γεωργιάδης πήγε στην πανσιόν, που του σύστησε ο Κίρστεν ως κατάλληλη, νοίκιασε ένα δωμάτιο προκαταβάλλοντας για ένα μήνα το τεράστιο για τα δεδομένα ποσόν των πενήντα χρυσών λιρών, τακτοποίησε τα πράγματά του, μεταξύ των οποίων και τον ασύρματο, και βγήκε έξω στους δρόμους – ενώ τα αθηναϊκά πλήθη παραληρούσαν – για να βρει τις επαφές που είχε κατά νου. Βεβαιωμένα μεταξύ άλλων κατόρθωσε να βρει δύο παλαιούς Έλληνες φίλους του που ζούσαν στην Αθήνα.
Και τους δύο τους είχε γνωρίσει στο Αμβούργο, όπου ζούσαν, και είχε συνδεθεί φιλικά μαζί τους. Και οι δύο ήταν ποντιακής καταγωγής και είχαν σπουδάσει στη Γερμανία, συγκατοικούσαν μάλιστα σε μια μικρή φοιτητική εστία που είχε δημιουργήσει ο Πιζάνης για τους Πόντιους φοιτητές. Στην αθηναϊκή κοινωνία, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, ήταν γνωστοί. Ο ένας ήταν ο σκηνοθέτης Τάκης Μουζενίδης και ο άλλος ο γυναικολόγος Άγγελος Πιστοφίδης.
Κατά την προεργασία που είχε γίνει από τις γερμανικές υπηρεσίες πριν από την αποστολή του, του βρήκαν τις τωρινές διευθύνσεις τους στην Αθήνα για να διευκολυνθεί ο Γεωργιάδης και να μην χάνει χρόνο στην αναζήτησή τους. Τους συνάντησε και τους δύο, οι οποίοι εξεπλάγησαν για το ότι είχε έρθει με γερμανική αποστολή, ενώ οι Γερμανοί πλέον είχαν φύγει. Στο μαιευτήριο Έλενας, που συνάντησε τον γιατρό Πιστοφίδη, του εμπιστεύθηκε το μεγαλύτερο μέρος από τα χρήματα που είχε φέρει, ο δε Κύπριος κράτησε ένα σημαντικό μεν αλλά μικρότερο ποσόν. Ο Μουζενίδης, που εν τω μεταξύ είχε μεταστραφεί πολιτικά και ανήκε τώρα στο ΕΑΜ, προσπάθησε να τον πείσει ότι πια είναι περιττή οποιαδήποτε αποστολή και αν έχει και τον συμβούλευσε να παραδοθεί.
Και πράγματι αυτό έκανε μετά από δύο μέρες. Αφού εξαφάνισε κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να τον εμπλέξει περισσότερο, όπως τις στολές που είχε μαζί του (για τον φόβο μήπως σε περίπτωση ανακάλυψης και σύλληψής του εκληφθεί ως ενεργός κατάσκοπος και εκτελεσθεί επί τόπου), και πήγε στην αστυνομία και παραδόθηκε. Όσα δήλωσε στους έκπληκτους αστυνομικούς, ότι ήταν αξιωματικός της γερμανικής αεροπορίας και ότι ήταν Κύπριος με αποστολή κλπ., δεν τους φάνηκαν και πολύ σοβαρά, με αποτέλεσμα να μην του δίνουν την ανάλογη σημασία. Τελικά, τον πήραν με τα πολλά οι Άγγλοι και άρχισαν να τον ανακρίνουν εξαντλητικά, αφού τον μετέφεραν σε στρατόπεδο Γερμανών αιχμαλώτων στην Αίγυπτο.
Εκεί όμως ήταν και ο τελικός προορισμός του ως κατασκόπου των Γερμανών. Διότι αυτή ακριβώς ήταν η αποστολή του: Να πάει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με δύο σκάφη που θα αγόραζε σε συνεργασία με τον Πατρινό εμποροπλοίαρχο Κωνσταντίνο Φλαμή, ο οποίος ήταν ένας άλλος φανατικός κατάσκοπός τους σε όλη την Κατοχή, εξ ου και καταδικάστηκε σε θάνατο από τα ελληνικά δικαστήρια, αλλά αργότερα έτυχε χάριτος και τελικά αποφυλακίστηκε και επανήλθε στη γενέτειρά του, όπου τα υπόλοιπα χρόνια του έζησε εκεί με την οικογένειά του.
Η εγγραφή στο ημερολόγιο του παλαιού δοσιλόγου, το οποίο – όπως προανέφερα – επεξεργάζομαι ώστε να εκδοθεί προσεχώς, έχει ως εξής:

«Τώρα βεβαιούμαι ότι τον ως διά μαγείας εξαφανισθέντα ελληνογερμανοκύπριο επιχειρηματία προ αρκετών ημερών δεν πρόκειται να τον επανίδουμε. Εξ ακριτομυθίας επληροφορήθην ότι μετεφέρθη σε ειδική υπηρεσία. Πολύ μυστηριώδης τύπος ανθρώπου, του κόσμου μεν, αλλά με διεισδυτικώτατο βλέμμα και ιδιαιτέρως συμπαθής. Την αυτήν ημέρα που τα γερμανικά στρατεύματα αποχωρούσαν από τας Αθήνας, εκείνος έφθανε με αποστολή! Εξ ου και τα όσα εδήλωνε προς ημάς, αλλά προφανώς και προς τους ανακριτάς, προεκάλουν ειρωνικά χαμόγελα. Αν η εμφάνισίς του δεν ήτο σοβαρά, κανείς δεν θα έδιδε σημασία. Όσα ισχυρίζετο δεν εξελαμβάνοντο ως σοβαρά και εκ πρώτης όψεως ένας παρανοϊκός μόνον θα τα ισχυρίζετο.
Κατά τα λεγόμενά του ο εν λόγω (Γεωργιάδης – αληθινό το όνομά του; Αλλά αν είναι ψευδώνυμο δεν είχε φαντασία εκείνος που το επέλεξε), ήλθε στην πρωτεύουσα με γερμανική ειδική αποστολή. Λανθασμένος συντονισμός χρόνου; Υπερφίαλος, μεγαλομανής ή μυθομανής; Μας έλεγε ότι υπήρξε καπνέμπορος, όπως και ο κυπριακής καταγωγής αιγυπτιώτης πατέρας του, με ιδιόκτητη βιομηχανία σιγαρέττων στο Αμβούργο, ταυτοχρόνως με μεγάλη επιχείρηση εμπορίου μετεχειρισμένων πολυτελών αυτοκινήτων εις την Γερμανία, αλλά και μέτοχος του εν Πειραιεί εργοστασίου αεροπλάνων (του συγκροτήματος Μποδοσάκη), συνεταίρος του αδελφού Αγνίδη, του Ομήρου Πιζάνη κλπ. κλπ. Ποτέ όμως δεν είχε επισκεφθή μέχρι τούδε την Ελλάδα, παρά μόνον την ημέρα που έφευγαν οι Γερμανοί! Αι, τα παραλέει…
Δεν θα έδιδα την παραμικρά σημασία, αν δεν έβλεπα ιδίοις όμμασι κατά το επισκεπτήριο χθες να τον αναζητή ο σκηνοθέτης Μουζενίδης, που τον γνωρίζω καλά όταν ησχολήθην με τα καλλιτεχνικά. Αλλά ήδη είχε μεταφερθή με ειδικό δρομολόγιο. Ο Μουζενίδης τον είχε επισκεφθή και τις πρώτες ημέρες που συνελήφθην, έδειχνε δε να συνδέεται στενώς μαζί του.
Νεώτεραι πληροφορίαι από συνάδελφον: Ο εν λόγω εδήλωνε ότι ήτο αξιωματικός της Λουφτβάφφε, ως τοιούτος ότι είχε υπηρετήσει εις Μέσην Ανατολήν, ότι διέθετε αυθεντικά διαβατήρια γερμανικό και εγγλέζικο τα οποία και κατέθεσε κλπ. Ακόμη ότι όταν αρχικώς συνελήφθη επήγε πεζή στην πανσιόν όπου είχε ενοικιάσει δωμάτιο διά να παραλάβη συσκευή ασυρμάτου που είχε αφήσει εκεί, συνοδευόμενος απλώς από αστυφύλακα, διότι προφανώς δεν επίστευαν όσα εδήλωνε. Και επειδή δεν εύρισκε εύκολα την οδόν που την έλεγε με παραφθοράν, παρ’ ολίγον ο αστυφύλαξ να αναλάβη πρωτοβουλίαν και να τον εγκαταλείψη βαρεθείς τα ψέματά του. Δεν έχει ξανασυμβή κάτι παρόμοιο! Καλού κακού μετεφέρθη τελικώς εις Γουδί, παραπεμφθείς στους Εγγλέζους».

Αυτά έγραφε τον Νοέμβριο 1944 στο ημερολόγιο που διατηρούσε όντας πλέον κρατούμενος των ελληνικών και των συμμαχικών αρχών ο δοσίλογος, ο οποίος μετά από πολλά χρόνια μού το παραχώρησε. Και αυτή η εγγραφή, ανάμεσα σε πολλές άλλες συγκλονιστικού ενδιαφέροντος, με οδήγησε στην αναζήτηση των ιστορικών στοιχείων για την «Επιχείρηση Θεοδοσία», όπως ονομαζόταν, που ήταν η αγορά δύο πλοίων με προορισμό να εγκατασταθούν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και από εκεί να μεταδίδουν πληροφορίες προς τη Γερμανία ή να εκτελούν δολιοφθορές. Το ένα εξ αυτών θα ήταν νοσοκομειακό πλοίο με ισπανική σημαία (ουδέτερη) και Ισπανό κυβερνήτη, είχε δε συμφωνηθεί να αγοραστεί από τον Πατρινό εμποροπλοίαρχο Φλαμή που το είχε ήδη βρει. Ούτε τα χρήματα αυτά του Φλαμή, που ήταν ένα τεράστιο ποσό χρυσών λιρών και αυθεντικού συναλλάγματος, ούτε του Γεωργιάδη (πλην ενός μικρού ποσού) εντοπίστηκαν ποτέ. Τα τυχερά του επαγγέλματος, ακόμη και για καταδικασμένους επί εσχάτη προδοσία, που φυσικά κάποια στιγμή απελευθερώθηκαν – και εκείνοι θα ήξεραν πού να τα βρουν. Όπως συνήθως γίνεται με τα λύτρα μεγαλοαπαγωγέων ή τα κλοπιμαία μεγάλων ληστειών.
Ποιες ακριβώς ήταν οι επιχειρησιακές ανάγκες, που ανάγκασαν τους ιθύνοντες της γερμανικής κατασκοπείας στο Βερολίνο να οργανώσουν αυτή την τόσο παρακινδυνευμένη αποστολή, η οποία και τελικά απέτυχε, δεν είναι γνωστό. Εντασσόταν όμως στο γενικότερο πνεύμα τους να αφήσουν μηχανισμούς άντλησης πληροφοριών και εκτέλεσης δολιοφθορών στα εδάφη που δεν είχαν πλέον υπό τον έλεγχό τους. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τέτοια δίκτυα που εντοπίστηκαν ήδη από τις πρώτες μέρες μετά την Απελευθέρωση είχαν δημιουργηθεί και ήταν ενισχυμένα με τα ανάλογα μηχανήματα και αφειδή οικονομικά μέσα. Από προσωπικό είχαν κυρίως Έλληνες και κάποιους Ελληνογερμανούς, ακόμη και Εβραίους – όπως η περίφημη αρχιρεμπέτισσα Ρόζα Εσκενάζη ή και η Έλλη Βουτσινά, που τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν Εβραία…
Δημοσθένης Κούκουνας





Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

ΟΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ - ΓΙΑΤΙ Ο ΧΙΤΛΕΡ ΔΙΕΤΑΞΕ ΤΗΝ "ΑΣΥΛΙΑ" ΤΟΥΣ


Πώς ο Χρυσόστομος Δημητρίου
έσωσε τους Εβραίους της Ζακύνθου



Του Δημοσθένη Κούκουνα

Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρις ότου - κατά ένα μέρος - λυθεί το μυστήριο, πώς οι Εβραίοι της Ζακύνθου κυκλοφορούσαν ακαταδίωκτοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.

Είμαστε στα τέλη του 1943 και οι κατακτητές στην Ελλάδα έχουν επεκτείνει τις διώξεις των Εβραίων σε ολόκληρη την Ελλάδα, μετά τις διώξεις στη Θεσσαλονίκη που έγιναν στις αρχές του χρόνου. Και πράγματι, εξ αιτίας του τότε μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομου, προκλήθηκε μία σπάνια ευεργετική διαταγή που ελήφθη σε ανώτατο επίπεδο στο Βερολίνο και έτσι ο εβραϊκός πληθυσμός του νησιού δεν διώχθηκε "υπ' ευθύνη του τοπικού μητροπολίτη". Ίσως είναι το μοναδικό μέρος σε ολόκληρη την Ελλάδα που κέρδισαν οι Εβραίοι μια τέτοιας μορφής ασυλία εν σχέσει με τα τόσα και τόσα τραγικά που υπέστησαν οι ομόθρηκοι και ομόφυλοί τους παντού αλλού. Θα αναρωτηθεί φυσικά κανείς γιατί κανείς άλλος Έλληνας μητροπολίτης στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν ενήργησε αντίστοιχα. Η απάντηση είναι ότι κανείς άλλος δεν είχε γνωριμία με τον ίδιο τον Χίτλερ όπως ο Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Χίτλερ από εικοσαετίας, πριν καν γίνει γνωστός και παντοδύναμος ο τελευταίος, από το Μόναχο. Εκεί είχε υπηρετήσει επί χρόνια ο Χρυσόστομος ως εφημέριος της ελληνικής εκκλησίας των Αγίων Πάντων και είχε δημιουργήσει φιλίες με διάφορους Γερμανούς πλην του Χίτλερ, όπως ο Τουρκογερμανός Μουράτ Φέριντ Μπέη (γεννηθείς το 1908 στη Θεσσαλονίκη, γιος Τούρκου αξιωματικού και Γερμανίδας). Ο τελευταίος αυτός έδρασε ως αρχηγός της Άμπβερ στην Ελλάδα επί Κατοχής.

Σε τοπικό επίπεδο από εβραϊκής πλευράς η ευγνωμοσύνη προς τον τόσο αποτελεσματικό ως προς το θέμα της μη δίωξης των Εβραίων της Ζακύνθου Έλληνα ιεράρχη, εκδηλώθηκε με διάφορους απλούς τρόπους μετακατοχικά. Τα γνωρίζουν καλύτερα οι Ζακυνθινοί, όσοι τυχόν επιζούν από εκείνα τα χρόνια και διατηρούν μνήμες. Βέβαια από επίσημης πλευράς του Ισραήλ χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν τριάντα χρόνια μέχρις ότου τιμηθεί ανάλογα με το τι προσέφερε. Τέτοιου είδους τιμές όμως δεν είναι αξιοπερίεργο να αποδίδονται καθυστερημένα, αρκεί να αποδίδονται. Και ίσως το Ισραήλ, άλλωστε, να είχε τους λόγους του. Οπωσδήποτε όμως θα είχε επιπρόσθετη βαρύτητα αν αναγνωριζόταν η προσφορά του όταν ακόμη βρισκόταν εν ζωή (ο Χρυσόστομος πέθανε το 1958, αφού ένα χρόνο νωρίτερα είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει το νησί για άλλους λόγους άσχετους με το θέμα μας).

Σύμφωνα με την πιο έγκυρη εβραϊκή εκδοχή, που όμως είναι και η πιο απλοϊκή, ο μητροπολίτης Ζακύνθου, καθώς και ο δήμαρχος της πόλης Λουκάς Καρρέρ, έδωσαν γροθιά στο μαχαίρι:

«Ενώ σε όλη την υπόλοιπη χώρα οι διώξεις και εκτοπίσεις Εβραίων διεξάγονταν από τους Γερμανούς αποτελεσματικά, η Ζάκυνθος αποτέλεσε μια μοναδική εξαίρεση. Δύο θαρραλέοι άνθρωποι, ο Μητροπολίτης του νησιού Χρυσόστομος Δημητρίου και ο Δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ, πέτυχαν κάτι πρωτοφανές: θέτοντας την ίδια τους τη ζωή σε κίνδυνο, κατόρθωσαν να προστατέψουν ολόκληρο τον εβραϊκό πληθυσμό της Ζακύνθου από την τύχη των ομοθρήσκων τους σε άλλες περιοχές. Στα τέλη του 1943 ο Γερμανός Διοικητής της Ζακύνθου, Μπέρενς, κάλεσε τον Δήμαρχο στο γραφείο του και απαίτησε, υπό την απειλή όπλου, κατάλογο με τα ονόματα όλων των Εβραίων του νησιού. Ο Δήμαρχος και ο Μητροπολίτης, αντιλαμβανόμενοι το τι σήμαινε η εντολή αυτή, προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο, αλλά ο Διοικητής ήταν αμετακίνητος, καθώς είχε διαταγές από το Γενικό Αρχηγείο. Μετά από πολλή σκέψη, καθώς βρίσκονταν και οι ίδιοι σε θανάσιμο κίνδυνο, οι δύο άνδρες πήραν τη γενναία απόφαση να περιλάβουν στον κατάλογο μόνο τα εξής δύο ονόματα: Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος και Δήμαρχος Ζακύνθου Λουκάς Καρρέρ. Ο Γερμανός Διοικητής έμεινε άναυδος. Μαζί με ένα γράμμα του Μητροπολίτη προς τον ίδιο τον Χίτλερ, στο οποίο αναλάμβανε ακέραια την ευθύνη για τη διαγωγή των Εβραίων του νησιού, τα δύο έγγραφα αποστάλθηκαν στο Γενικό Αρχηγείο, όπου πρέπει να έκαναν έντονη εντύπωση, γιατί η διαταγή της σύλληψης όλων των Εβραίων ακυρώθηκε. Παρ'όλα αυτά, για κάθε ενδεχόμενο, όλοι οι Εβραίοι της Ζακύνθου διασκορπίστηκαν στα χωριά του νησιού, όπου χριστιανικές οικογένειες τους έκρυψαν και ανέλαβαν τη διατροφή τους. Χάρη στην επιρροή, το θάρρος και την αποφασιστικότητα των δύο ηγετών του νησιού, καθώς και του ντόπιου πληθυσμού, οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου επέζησαν χωρίς ούτε μία απώλεια, από έναν πόλεμο που εξολόθρευσε το σύνολο των ομοθρήσκων τους σε πολλές άλλες περιοχές». [Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων, 1941-1944. Εγχειρίδιο Μελέτης, Εβραϊκό Μουσείο Ελλάδος, Αθήνα 2005, σ. 26-27].

Ωστόσο αυτή η εκδοχή δεν είναι απόλυτα ακριβής, διότι αγνοεί τη βασική παράμετρο, που ήταν η προσωπική γνωριμία του Χρυσόστομου με τον Χίτλερ από τα χρόνια του Μονάχου. Ως προς δε το δεύτερο πρόσωπο, τον δήμαρχο, αυτός είναι δευτεραγωνιστής, διότι από μόνος του δεν θα επετύγχανε τίποτε - όπως δεν το κατόρθωσαν πολύ ισχυρότερα δημόσια πρόσωπα στην Ελλάδα, από τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό μέχρι τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Κ. Λογοθετόπουλο και Ι. Ράλλη, που επιχείρησαν να υψώσουν τη φωνή τους για τις εβραϊκές διώξεις στην Ελλάδα γενικότερα. Ο εν λόγω δήμαρχος Ζακύνθου ήταν πρωτίστως άνθρωπος εμπιστοσύνης των Ιταλών και όχι των Γερμανών (ως γνωστόν μέχρι την ιταλική συνθηκολόγηση του Σεπτεμβρίου 1943 η Ζάκυνθος, όπως και τα λοιπά Επτάνησα, τελούσαν υπό καθεστώς προετοιμασίας προσάρτησης). Το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε με τον τοπικό μητροπολίτη, τον Χρυσόστομο Δημητρίου. Αυτός ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης των Γερμανών, κάθε άλλο δε των Ιταλών, οι οποίοι και τον είχαν απελάσει από το νησί στις αρχές του 1943.

Τότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, εννέα χρόνια μετά την εκλογή του σε μητροπολίτη Ζακύνθου. Μεταξύ άλλων επαφών και γνωριμιών του, ξανασυναντήθηκε μετά από πολλά χρόνια με τον Μουράτ Φέριντ Μπέη, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1942 είχε αναλάβει σταθμάρχης της Άμπβερ στην Αθήνα. Ο Φέριντ οργάνωσε στην Αθήνα διάφορα κατασκοπευτικά δίκτυα για λογαριασμό των Γερμανών, μισθώνοντας Έλληνες συνεργάτες. Στις μακρές ανακριτικές καταθέσεις, που έδωσε μετά τον πόλεμο στις συμμαχικές αρχές, αποκαλύπτει πολλά στοιχεία και μεταξύ άλλων ότι ήταν στα πρόθυρα μιας πολιτικής συνεργασίας με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο Δημητρίου, "που τον είχαν εξορίσει από το νησί οι Ιταλοί". Η συνεργασία δεν προχώρησε, πρόσθετε, διότι αρνήθηκε ο τότε ανώτατος διοικητής Ν. Ελλάδος στρατηγός Σπάιντελ να τον δεχθεί, επειδή για λόγους σκοπιμότητας ο γερμανικός στρατός δεν θα έπρεπε να αναμίξει στις δραστηριότητές του την ελληνική εκκλησία. Το αποτέλεσμα ήταν να δυσαρεστηθεί ο Χρυσόστομος και να μην συστήσει πράκτορες στη γερμανική αντικατασκοπία! Ιδού ένα απόσπασμα από συμμαχικό έγγραφο σχετικό με τις ανακρίσεις του Φέριντ ως προς τους Έλληνες συνεργάτες του κατά την Κατοχή, με εμπλεκόμενο τον μητροπολίτη:



Η μετάφραση: "Δημητρίου Χρυσόστομος. Αρχιεπίσκοπος της Νήσου Ζακύνθου. Ο σταθμός [της Άμπβερ] στην Αθήνα ήρθε σε επαφή μαζί του για να προμηθεύσει πράκτορες. Ζει στην Αθήνα. Γεννήθηκε το 1875. Ύψος 1,65 μ. Λεπτός, γκριζομάλλης. Διάφορα: Ομιλεί γαλλικά. Καριέρα: Ποτέ δεν πρόσφερε πράκτορες. Δυσαρεστήθηκε επειδή δεν έγινε δεκτός από τον στρατηγό Σπάιντελ".

Εν τω μεταξύ, οι Ιταλοί εγκαταλείπουν τη Ζάκυνθο, αίρεται αυτόματα το καθεστώς προετοιμασίας προσάρτησης και βεβαίως αναπετάσσεται η ελληνική σημαία. Επανέρχονται οι ελληνικές αρχές και δημόσιες υπηρεσίες που είχαν απομακρυνθεί και μεταξύ αυτών και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος. Ταυτόχρονα όσοι Έλληνες είχαν εκτεθεί για τη συνεργσία τους με τους Ιταλούς βρίσκουν τώρα καταφύγιο στις γερμανικές αρχές και προθυμοποιούνται ανάλογα να προσφέρουν υπηρεσίες στον άλλο κατακτητή (σ' αυτή την κατηγορία ανήκει και ο περιβόητος Φραγκίσκος Μερκάτης, που μετά την Κατοχή είχε τη γνωστή περιπέτεια).

Και όταν αιφνιδίως εμφανίστηκαν οι Γερμανοί να ζητούν απογραφή των Εβραίων προέκυψε - έπειτα από κάποιες δύσκολες μέρες αγωνίας και δυστοκίας - η αντίδραση του Χρυσόστομου, όταν ενημερώθηκε από τον δήμαρχο Καρρέρ. Ο Χρυσόστομος που φέρεται να είχε σύνδεσμο με τον Χίτλερ από εντελώς "ανύποπτα" χρόνια και με τον οποίο φέρεται να είχε ιδεολογικές συζητήσεις μαζί του ως προς τα εθνικοσοσιαλιστικά οράματα κλπ., αφού ανέφερε στον έκπληκτο Γερμανό αξιωματικό τα περί του συνδέσμου του με τον τελευταίο (όπως και με τον επικεφαλής της γερμανικής αντικατασκοπίας στην Αθήνα Φέριντ), ασφαλώς θα πρόσθεσε και ένα άλλο επιχείρημα που έπαιξε ρόλο: Τόνισε ότι οι Εβραίοι της Ζακύνθου είναι φιλήσυχοι, ανήκουν στους λεγόμενους "αφομοιωτές" και ότι δεν είναι σαν τους εξ Ισπανίας σιωνιστές, αλλά βρίσκονται επί χίλια σχεδόν χρόνια στην Ελλάδα και διαβιούν ήσυχα με τον εντόπιο πληθυσμό.

Κάπως έτσι, λοιπόν, έφτασε από το Βερολίνο η διαταγή "ασυλίας των Εβραίων της Ζακύνθου" και έτριβαν τα μάτια τους από έκπληξη οι τοπικοί Γερμανοί αξιωματούχοι. Ο Χίτλερ από το Βερολίνο είχε αντιδράσει θετικά! Ακριβώς όπως είχε προβλέψει ότι θα αντιδρούσε όταν ο Χρυσόστομος αναλάμβανε την πρωτοβουλία του...
Δημοσθένης Κούκουνας