Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Ο ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ (1)




Ο Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ


«Μαζεύτηκαν πάλι στο σπίτι οι φίλοι του Κωστάκη. Είναι μια ομάδα που ταχτικά συνεδριάζει και συζητεί για τις μεταπολεμικές πολιτικές εξελίξεις. Όλοι είναι παλιοί γνωστοί μας και οι περισσότεροι πολύ φίλοι μας. Σήμερα ήρθαν ο Γιώργος Οικονομόπουλος, ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Άγγελος Αγγελόπουλος, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, ο Γιώργος Λάπας που είχε κρύψει τον Κωστάκη όταν διώκονταν πέρυσι, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς. Ήρθε και για πρώτη φορά ένας Μακεδόνας πρώην βουλευτής, ο Κώστας Καραμανλής. Μιλούσε λίγο, μα ό,τι έλεγε ήταν σωστό. Μου έκανε εντύπωση η κρίση του και η ειλικρίνειά του. Θα πω του Κωστάκη να τον καλέσει μια μέρα μόνο του, να τον γνωρίσω καλύτερα».
Αυτά έγραφε στο ημερολόγιό της η Ιωάννα Τσάτσου στις 25 Νοεμβρίου 1942 (Φύλλα Κατοχής, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 58) για την ημέρα που γνώρισε πρώτη φορά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Εντελώς συμπτωματικά, την ίδια ακριβώς μέρα εκδηλωνόταν η πρώτη αντιστασιακή δράση, η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου. Η επιχείρηση εκτελέστηκε για πρώτη και μοναδική φορά από κοινή ομάδα του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και Βρετανών σαμποτέρ. Ποτέ άλλοτε δεν θα μπορέσουν οι δύο αντιστασιακές οργανώσεις να πραγματοποιήσουν κοινή δράση. Αντίθετα, θα περάσουν σε μια άλλη φάση συνεχούς αντιπαλότητας.
Αλλά την ίδια μέρα, η Ιωάννα Τσάτσου σημειώνει τη συνεδρίαση της άτυπης ομάδας με τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν και που στην πραγματικότητα δεν είναι όλοι τους μόνο σοσιαλιστές, αλλά καλύπτουν ένα φάσμα από την αριστερά με τη δεξιά. Ίσως οι μέρες εκείνες να είναι δεκτικές για μια πολιτική ενότητα και συνδιαλλαγή ανάμεσα στις δύο κύριες αντίρροπες παρατάξεις, έστω και αν το κλίμα και η «μόδα» επιβάλλουν ένα αριστερό προφίλ. Αυτό το «προφίλ» που ενώνει πολιτικούς από διάφορες γενεές και κυρίως από διαφορετικές κομματικές προελεύσεις, θα το δούμε κάπως αναλυτικότερα, καθώς και τα πρόσωπα της ομάδας που είχαν συνεδριάσει στο σπίτι των Τσάτσων. Δεν είναι μόνον αυτά που αναφέρει η Ιωάννα Τσάτσου στο λήμμα αυτό του ημερολογίου της, αλλά υπάρχουν και άλλα που κινούνται σ’ αυτή τη σοσιαλιστική συντροφιά.
Ο Κ. Καραμανλής την εποχή εκείνη ήταν μόλις 35 χρονών και ήδη είχε διατελέσει δύο φορές μέλος της Βουλής των Ελλήνων, έχοντας αναδειχθεί βουλευτής Σερρών του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές 1935 και 1936. Ασφαλιστής και από το 1932 δικηγόρος Σερρών, ζώντας όμως συχνά στην Αθήνα, στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής, η έναρξη της Κατοχής τον βρήκε στην Αθήνα, όπου από τον Μάρτιο του 1941 είχε μετεγγραφεί στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών. Ο νεαρός δικηγόρος και πρώην βουλευτής εγκαθίσταται σ’ ένα μικρό γραφείο, που αργότερα θα επιταχθεί από τους Γερμανούς. Η απώλεια δεν είναι και μεγάλη, αφού ελάχιστες είναι οι δουλειές που μπορεί να εξασφαλίσει εκείνη την εποχή ένας νεαρός και προερχόμενος από μακρινή επαρχία δικηγόρος.
Ήδη από τα χρόνια των σπουδών του διατηρεί πολλές φιλίες, που φυσικά έχουν αυξηθεί αφότου ασχολήθηκε με την πολιτική. Μεταξύ άλλων, συνδέεται στενά με τον Λάμπρο Ευταξία, συνομήλικό του επίσης πολιτικό και γόνο παλαιάς εύρωστης οικογένειας, καθώς επίσης και με τη Λίνα Τσαλδάρη, κόρη του Σπυρ. Λάμπρου και χήρα του Παναγή Τσαλδάρη, που υπήρξε ο αρχηγός του κόμματός του όταν εξελέγη βουλευτές. Στις κρίσιμες αυτές ώρες της Κατοχής έχει δύο ισχυρούς φίλους για να στηριχθεί, αν και ο χαρακτήρας του είναι αρκετά περήφανος για να ζητάει βοήθεια με το παραμικρό.
Άλλωστε από τους πρώτους κατοχικούς μήνες έχουν διευρυνθεί οι συντροφιές του και έχει γνωρισθεί με ανθρώπους που ανεξάρτητα από πολιτική προέλευση δραστηριοποιούνται στο προσκήνιο είτε στο παρασκήνιο. Δύο πρόσωπα που διαδραματίζουν ρόλο στα πράγματα και με τα οποία συνδέεται ιδιαίτερα είναι ο Αλέξανδρος Σβώλος[1], ο γνωστός πανεπιστημιακός καθηγητής και αριστερός πολιτικός, και ο Γιάννος Πολίτης, ο οποίος υπήρξε ο πρεσβευτής της Ελλάδος στη μουσολινική Ιταλία μέχρι την επίδοση του ιταλικού τελεσιγράφου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Και οι δύο αυτοί αποτελούν το επίκεντρο άλλων κύκλων, στους οποίους ο Καραμανλής έχει την ευκαιρία να ενταχθεί και έτσι να γνωρίσει πολλές προσωπικότητες που παίζουν ή θα παίξουν αργότερα σημαντικό ρόλο.
Αναλυτικές περιγραφές για τη ζωή του εκείνη την εποχή έχει κάνει ο Καραμανλής στον πρώτο βιογράφο του, τον Γάλλο ακαδημαϊκό Μωρίς Ζενεβουά, ο οποίος τις κατέγραψε με προσοχή. Όπως είναι φυσικό, η αφήγηση του ίδιου του βιογραφούμενου συχνά εμπεριέχει τον κίνδυνο της υποκειμενικότητας, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει δυσκολία να επιβεβαιώσουμε τα πραγματικά περιστατικά. Μπορεί αυθαίρετα να προσπαθούν οι βιογράφοι του Καραμανλή να υπερμεγεθύνουν τα ηγετικά προσόντα του και να βρίσκουν ευκαιρίες να το πράττουν αυτό ως προς την κατοχική περίοδο, αλλά τα γεγονότα δεν μπορούν να διαστρεβλωθούν. Είναι βέβαιο ότι και ο ίδιος δεν θα το ήθελε.
Άλλωστε στα χρόνια της Κατοχής ο Καραμανλής κινείται σε δύο γνωστούς άξονες: στην Επιτροπή των Μακεδόνων-Θρακών και στην άτυπη σοσιαλιστική ομάδα. Λίγες εβδομάδες πριν φύγουν οριστικά οι Γερμανοί, επιχειρεί να ακολουθήσει τα γεγονότα και διαφεύγει στη Μέση Ανατολή.
Ωστόσο, με συκοφαντική διάθεση από τη μεριά των αντιπάλων του, έχει γίνει προσπάθεια, όπως είναι γνωστό από την εποχή που πρωτοεμφανίσθηκε στη δημοσιότητα η υπόθεση Μέρτεν, να τον εμπλέξουν σε δήθεν συνεργασία του με τον κατακτητή. Η περίπτωση αυτή διαψεύσθηκε επανειλημμένα και όχι μόνο δικαστικά, είναι όμως ενδεικτική της εμπάθειας την οποία έχει βιώσει στο παρελθόν ο Κ. Καραμανλής. Αν και στα τέλη της δεκαετίας 1950, όταν ξαφνικά προέκυψε η υπόθεση αυτή, ο Μαξ Μέρτεν είχε κάθε δυνατότητα να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, δεν το κατόρθωσε, με αποτέλεσμα να διαψευσθούν οικτρά όσοι επένδυσαν πολιτικά επάνω του.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1940, όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος με την Ιταλία, παρουσιάστηκε με την επιστράτευση στο Σιδηρόκαστρο, μαζί με τον αδελφό του Αλέκο. Ο τελευταίος κατατάχθηκε σε μια μονάδα που έφυγε για το Αλβανικό Μέτωπο, ενώ ο ίδιος κρίθηκε ανίκανος να υπηρετήσει λόγω βαρηκοΐας. Γύρισε στις Σέρρες και λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1941, επικεφαλής της οικογένειας ως πρωτότοκος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, νοικιάζοντας ένα μικρό διαμέρισμα στην Κυψέλη. Οι ακριβείς λόγοι, για τους οποίους ολόκληρη η οικογένεια την ώρα εκείνη εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι στην Πρώτη Σερρών δεν είναι γνωστοί, αλλά προφανώς ένας πολιτικός μπορούσε να προβλέψει τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν, αφότου έγινε γνωστό ότι ισχυρές γερμανικές δυνάμεις είχαν στρατοπεδεύσει στα νότια βουλγαρικά εδάφη, δίπλα από τα ελληνικά σύνορα. Η Αθήνα θεωρήθηκε ασφαλέστερος τόπος για να μείνει η οικογένεια Καραμανλή στις δύσκολες εκείνες ώρες.
Ο Κωνσταντίνος, οι τρεις αδελφές Καραμανλή, η Όλγα 30 ετών τότε, η Αθηνά 24 ετών και η Αντιγόνη 20 ετών, καθώς και οι δύο νεώτεροι από τα αδέλφια που ήταν ακόμη μαθητές, ο Γραμμένος 15 ετών και ο Αχιλλέας 11 ετών, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο μόνος αδελφός, που υπηρετούσε τότε στο Μέτωπο, ο Αλέκος, βρέθηκε και αυτός στην Αθήνα τις ημέρες εκείνες, για να φοιτήσει στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Ήταν οι τελευταίες μέρες του πολέμου και ήδη πλέον οι Βρετανοί οπισθοχωρούσαν διατρέχοντας νότια την Ελλάδα με τελικό προορισμό την Κρήτη, στην οποία κατέληξε και η ελληνική ηγεσία υπό τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ και τον Εμμανουήλ Τσουδερό.
Ο Αλέκος Καραμανλής, μετά την αποστράτευσή του, έμεινε στην Αθήνα για να εργασθεί ως δικηγόρος, όπως και ο αδελφός του. Η Αντιγόνη Καραμανλή, η μικρότερη από τις αδελφές, διορίσθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος, ενώ την ίδια χρονιά η Αθηνά παντρεύτηκε έναν δικηγόρο (η Όλγα είχε παντρευτεί έναν γιατρό τον προηγούμενο χρόνο). Οι νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την Κατοχή κατέληξαν στο να χωριστεί η οικογένεια των αδελφών Καραμανλή. Τα τέσσερα αδέλφια εγκατέλειψαν την Αθήνα με προορισμό τη Μακεδονία, όπου όμως είχε εγκατασταθεί βουλγαρική κατοχή στη γενέτειρά τους. Έτσι, τελικά κατευθύνθηκαν στη Νιγρίτα που βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έμεινε στην Αθήνα και μέχρι την Απελευθέρωση δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στη Μακεδονία, γεγονός που από μόνο του διαψεύδει τους ισχυρισμούς του Μέρτεν ότι βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και συνεργαζόταν με τους Γερμανούς. Μαζί του έμειναν ο Αλέκος και η Αντιγόνη, που είχαν αποκτήσει μόνιμη εργασία.
Στον ίδιον έγινε πρόταση από παράγοντες της κατοχικής κυβέρνησης για να διορισθεί ως νομάρχης ή υποδιοικητής της Αγροτικής Τράπεζας. Δεν την αποδέχθηκε την πρόταση, παρά το γεγονός ότι είχε συνδεθεί με άλλους επιφανείς Σερραίους, οι οποίοι δέχθηκαν να αναλάβουν παρόμοιες θέσεις (όπως π.χ. ο Βασίλειος Σιμωνίδης και ο Πέτρος Ιακώβου, εκ των οποίων ο πρώτος έγινε τελικά υπουργός γενικός διοικητής Μακεδονίας και ο δεύτερος γενικός γραμματέας του υπουργείου Γεωργίας επί Κατοχής). Μαζί τους, όπως και με άλλους Μακεδόνες, απέκτησε ιδιαίτερες σχέσεις τον πρώτο καιρό της Κατοχής, όταν συμμετείχαν στην υπό τον Αλέξανδρο Σβώλο Επιτροπή Μακεδόνων και Θρακών. Πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες προερχόμενοι από τη βουλγαροκρατούμενη περιοχή και αποκλεισμένοι στην Αθήνα είχαν σχηματίσει τότε αυτήν την επιτροπή, προκειμένου να συμβάλουν στην προώθηση των εθνικών θεμάτων αναφορικά με τη βουλγαρική κατοχή, αλλά και να περιθάλψουν παντοιοτρόπως τους πρόσφυγες από εκεί.
Για τις δραστηριότητες της Επιτροπής Μακεδόνων και Θρακών κάνει λεπτομερώς λόγο ο Αλέξανδρος Σβώλος στο βιβλίο του «Για τη Μακεδονία και τη Θράκη», όπου και γίνεται ονομαστικός λόγος για τους συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός τότε Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου είχε αποδώσει μεγάλη σημασία στην ύπαρξη και στη δράση αυτής της επιτροπής, που την στέγασε και της παρέσχε μηνιαία κρατική οικονομική βοήθεια για να μπορεί να δραστηριοποιείται στα εθνικά θέματα.


[1] Το 1947 ο Κ. Καραμανλής, υπουργός Εργασίας ων τότε, διευκρινίζει με επιστολή του σε ημερήσια εφημερίδα (Εθνικός Κήρυξ, 25.5.1947) ότι με τον Αλέξανδρο Σβώλο ήλθε σε διάσταση τον Οκτώβριο 1943 και ότι από τότε δεν τον είχε ξαναδεί. Αναφέρει συγκεκριμένα: «…Οφείλω να σας πληροφορήσω ότι όχι μόνον δεν συνειργάσθην ποτέ μετ’ αυτού, αλλά υπήρξα και ο πρώτος ίσως που απεδοκίμασε την πολιτικήν του». Συνεχίζει χαρακτηριστικά: «Διαρκούσης της κατοχής και συγκεκριμένως κατά Οκτώβριον του 1943 έσχον δύο συνομιλίας μετά του κ. Σβώλου κατά τας οποίας παρίσταντο και οι πρώην υπουργοί κ.κ. Κ. Τσάτσος και Ι. Παρασκευόπουλος και κατά τας οποίας διεπιστώθη πλήρης αντίθεσις απόψεων, εμού υποστηρίζοντος ότι καθήκον όλων των κομμάτων παλαιών και νέων είναι να αναλάβουν αγώνα κατά του ΕΑΜ από την πολιτικήν του οποίου θα προέκυπτον, όπως ετόνισα, συμφοραί διά το Έθνος». Και επιλέγει: «Είναι περιττόν να είπω ότι τον κ. Σβώλον, έχοντα αντίθετον γνώμην, ουδέποτε έκτοτε επανείδον».

ΒΛΕΠΕ ΕΠΙΣΗΣ: http://aera2012.blogspot.gr/2015/10/2.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.